μαζοπέπτης

μαζοπέπτης
μαζοπέπτης
barley-bread baker
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαζοπέπτης — μαζοπέπτης, ὁ (Α) αυτός που ψήνει κριθαρένια ψωμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + πέπτης (< πέσσω «μαγειρεύω»)] …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”